Κίστιβερ

Κίστιβερ
Κίστῐβερ, , = Lat.
A quinquevir cis Tiberim, IG14.1512.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κίστιβερ — Κίστιβερ, ὁ (Α) (στη Ρώμη) ένας από τους πέντε άνδρες που επαγρυπνούσαν κατά τις νυχτερινές ώρες για την τήρηση τής δημόσιας τάξης και ησυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παραφθορά τού λατ. quinquevir cis Tiberim] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”